- παραστρέφω
- και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, -άω, Α1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.)2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» — στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα», Θεόφρ.)3. παθ. παραστρέφομαια) μετατοπίζομαι πλάγια, στρέφομαι προς το άλλο μέρος («παραστρέφεται ἤ ἔνθα ἤ ἔνθα ἡ ῥίς», Ιπποκρ.)β. μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι, διαστρέφομαι προς το χειρότερο («ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.